- φασαμέν
- και φασαμαίν, τα, Νάκλ. ματογυάλια με χειρολαβή, που, παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν ιδίως οι κυρίες τού καλού κόσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. face-a-main «μικρά γυαλιά με λαβή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φασαμέν — τα άκλ. (λ. γαλλ.), φορητά ματογυάλια με μικρή λαβή συνήθως επάργυρη: Κάνει τώρα την αριστοκράτισσα· μας βλέπει με φασαμέν και όχι με γυαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)